- ἔοικεν
- ἔοικαasperf ind act 3rd sgἔοικαasplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… … Dictionary of Greek
Epanaphŏra — (gr., Rhet.), Redefigur, welche entsteht, wenn ein Wort eines Satzes od. ein ganzer Satz zu Anfang des folgenden Satzes od. Verses, des Nachdruckes wegen, wiederholt wird, z.B. omniaque ingrato largibar munera somno, munera de prono saepe voluta… … Pierer's Universal-Lexikon
LECTICA — ex lectus, quod in co pulvinar et lectulus stratus erat: Gr. φορεῖον, κλίνη, in vario antiquis usu fuit: Bithynorum inventum, ut ex Cic. l. 5. in Verrem colligitur, Nam, ut mos fuit Bithyniae Regibus, Lectica octophoro ferebatur. Adhibita volupta … Hofmann J. Lexicon universale
MYRTEA — cognomen Veneris, quia myrto praeesse credita, cuius usum in muptiis duisse,dicemus infra; inde Murcia postmodum quibusdam dicta. Plut. Καὶ γὰρ ἥν νῦν Μουρκίαν Α᾿φροδίτην καλοῦσιν, Μυρτίαν τὸ παλαιὸν, ὡς ἔοικεν ὠνόμαζον, Etenim quam nunc. Murciam … Hofmann J. Lexicon universale
ZEUXIS — Heracleotes, pictor suâ aetate, nempe Olympiad. 78. maximus. qui, teste Plin. l. 35. c. 9. tantas opes acquisivit, ut in ostentatione earum Olympiae, aureis literis in palliorum tesseris intextum nomen suum ostentârit. Potea donare opera sua.… … Hofmann J. Lexicon universale
ένδυση — η (AM ἔνδυσις) αμφίεση, ντύσιμο («ἐνδύσεως ἱματίων», ΚΔ) αρχ. μσν. ένδυμα, εξωτερική περιβολή αρχ. είσοδος, εισχώρηση («ὀδύνη δὲ ἀπό τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένη ἔοικεν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek
καπηλεύω — (Α καπηλεύω) [κάπηλος] νεοελλ. (το μέσ.) καπηλεύομαι α) κάνω εμπόριο β) εκμεταλλεύομαι μια ιδέα ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα θεία») αρχ. 1. κάνω εμπόριο 2. πουλάω κάτι 3. επιζητώ να επωφεληθώ από κάτι («ὡς οἱ πολλοὶ… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek